- ὀκτάχορδος
- ὀκτά-χορδος, ον,A with eight strings or notes,
ἐμμέλεια Plu.2.1029c
;συστήματα Aristox.Harm.p.96
M., Theo Sm.p.49 H. : -χορδον, τό, octachord, Nicom.Harm.11, POxy.667.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμμέλεια Plu.2.1029c
;συστήματα Aristox.Harm.p.96
M., Theo Sm.p.49 H. : -χορδον, τό, octachord, Nicom.Harm.11, POxy.667.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάχορδος — και οχτάχορδος, η, ο (Α οκτάχορδος, ον) 1. (για μουσική κλίμακα) αυτός που αποτελείται από οκτώ χορδές, δηλ. μουσικούς φθόγγους («ὀκτάχορδα συστήματα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάχορδο μουσικό όργανο με οκτώ χορδές νεοελλ. (για μουσικό… … Dictionary of Greek
ὀκτάχορδον — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem acc sg ὀκτάχορδος with eight strings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταχόρδου — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταχόρδων — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκταχόρδῳ — ὀκτάχορδος with eight strings masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάχορδα — ὀκτάχορδος with eight strings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οχτάχορδος — η, ο βλ. οκτάχορδος … Dictionary of Greek